- μπολετί
- και μπουλετί, το (Μ μπολετί και μπουλετί)1. γραπτή απόδειξη που πιστοποιεί οικονομική συναλλαγή2. λαχνός, κλήρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. boletin. Ο τ. μπουλετί πιθ. κατ' επίδραση τού ιταλ. bulletino].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.